Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

version (en)

  1. η εκδοχή, η βερσιόν, η παραλλαγή
  2. (πληροφορική) έκδοση
    δείτε επίσης: software versioning στην αγγλική Βικιπαίδεια

Υπώνυμα επεξεργασία

(λογισμικό)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • version στην αγγλική Βικιπαίδεια