Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

verrier < verre

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
verrier verriers

verrier (fr) αρσενικό

  1. υαλουργός
  2. τεχνίτης των βιτρό ή ζωγράφος σε γυαλί

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη verre