vermo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vermo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vermo | vermoj |
αιτιατική | vermon | vermojn |
vermo (eo)
- το σκουλήκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vermo | vermoj |
αιτιατική | vermon | vermojn |
vermo (eo)