vergo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vergo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vergo | vergoj |
αιτιατική | vergon | vergojn |
vergo (eo)
- η βέργα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vergo | vergoj |
αιτιατική | vergon | vergojn |
vergo (eo)