Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ventrière ventrières

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ventrière (fr) θηλυκό

  1. κομμάτι υφάσματος που χρησιμεύει στην ανύψωση και συγκράτηση ενός ζώου
  2. (τεχνολογία) εξάρτημα που βρίσκεται στη μέση μιας δομής και συγκρατεί διάφορα εξαρτήματά της