ventrière
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ventrière | ventrières |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ventrière (fr) θηλυκό
- κομμάτι υφάσματος που χρησιμεύει στην ανύψωση και συγκράτηση ενός ζώου
- (τεχνολογία) εξάρτημα που βρίσκεται στη μέση μιας δομής και συγκρατεί διάφορα εξαρτήματά της