Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vent vents

vent (en)

  • η τρύπα εξαερισμού/φωτισμού, μια τρύπα που επιτρέπει στον αέρα, το αέριο ή το υγρό να περάσει έξω ή μέσα σε ένα δωμάτιο, κτίριο, δοχείο κτλ.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας vent
γ΄ ενικό ενεστώτα vents
αόριστος vented
παθητική μετοχή vented
ενεργητική μετοχή venting

vent (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vent (fr)

  1. o άνεμος
  2. η πορδή