vazlesivo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vazlesivo | vazlesivoj |
αιτιατική | vazlesivon | vazlesivojn |
vazlesivo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vazlesivo | vazlesivoj |
αιτιατική | vazlesivon | vazlesivojn |
vazlesivo (eo)