Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɒlt/ & /vɔ:lt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /vɔ:lt/ (ΗΠΑ)
 

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vault vaults
vault < γαλλική voûte < παλαιά γαλλική voute < λατινική voluta < ουσιαστικοποιημένη μετοχή του volvere

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vault (en)

  1. μία αψιδωτή οροφή
  2. ο ουράνιος θόλος
  3. ένας κλειστός χώρος με αψιδωτή οροφή, ιδιαίτερα ένας υπόγειος χώρος που χρησιμοποιείται ως θησαυροφυλάκιο, τάφος, κελάρι κ.λπ.

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

vault < παλαιά γαλλική volter < λατινική volvere

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vault vaults

vault (en)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας vault
γ΄ ενικό ενεστώτα vaults
αόριστος vaulted
παθητική μετοχή vaulted
ενεργητική μετοχή vaulting

vault (en)