vault
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vault | vaults |
- vault < γαλλική voûte < παλαιά γαλλική voute < λατινική voluta < ουσιαστικοποιημένη μετοχή του volvere
Ουσιαστικό επεξεργασία
vault (en)
- μία αψιδωτή οροφή
- ο ουράνιος θόλος
- ένας κλειστός χώρος με αψιδωτή οροφή, ιδιαίτερα ένας υπόγειος χώρος που χρησιμοποιείται ως θησαυροφυλάκιο, τάφος, κελάρι κ.λπ.
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- vault < παλαιά γαλλική volter < λατινική volvere
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
vault | vaults |
vault (en)
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | vault |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vaults |
αόριστος | vaulted |
παθητική μετοχή | vaulted |
ενεργητική μετοχή | vaulting |
vault (en)