Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

variolique < variole

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
variolique varioliques

variolique (fr) αρσενικό ή θηλυκό