Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vanne vannes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vanne (fr) θηλυκό

  1. η βάνα
  2. η πλάκα, το αστείο, η μπηχτή