Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός valuable
συγκριτικός more valuable
υπερθετικός most valuable

  Ετυμολογία επεξεργασία

valuable < value + -able

  Επίθετο επεξεργασία

valuable (en)

  1. πολύτιμος, που έχει μεγάλη αξία
    The most valuable metal is gold.
    Το πιο πολύτιμο μέταλλο είναι ο χρυσός.
     συνώνυμα: priceless
  2. πολύτιμος, πολύ χρήσιμος
    Your technical knowledge is valuable.
    Οι τεχνικές σας γνώσεις είναι πολύτιμες.

  Πηγές επεξεργασία