Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vacancy vacancies

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vacancy (en)

  • το κενό, η κενή θέση
    there are many vacancies in education
    υπάρχουν πολλά κενά στην εκπαίδευση