Ουσιαστικό

επεξεργασία

uxor (la)

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική uxor uxōrēs
γενική uxōris uxōrum
δοτική uxōrī uxōribus
αιτιατική uxōrem uxōrēs
κλητική uxor uxōrēs
αφαιρετική uxōre uxōribus
(γ' κλίση)