utileco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | utileco | utilecoj |
αιτιατική | utilecon | utilecojn |
utileco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | utileco | utilecoj |
αιτιατική | utilecon | utilecojn |
utileco (eo)