Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

urgence < urgent

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
urgence urgences

urgence (fr)θηλυκό

  1. η ιδιότητα του επείγων
  2. η επείγουσα ανάγκη

Εκφράσεις επεξεργασία

  • (πολιτική) état d'urgence: κατάσταση έκτακτης ανάγκης

Συγγενικά επεξεργασία