Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα urĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας urĝas urĝanta urĝata
αόριστος urĝis urĝinta urĝita
μέλλοντας urĝos urĝonta urĝota
υποθετική urĝus - -
προστακτική urĝu - -

urĝi (eo)