Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός unwise
συγκριτικός unwiser
υπερθετικός unwisest

  Ετυμολογία επεξεργασία

unwise < un- + wise

  Επίθετο επεξεργασία

unwise (en)

  • ανόητος, βλακώδης, ηλίθιος, χαζός
    What you did was unwise.
    Αυτό που έκανες ήταν ανόητο/ηλίθιο.
    an unwise question - βλακώδης ερώτηση
    We mistook him as unwise, but he proved to be brilliant.
    Tον είχαμε για χαζό, αλλά αποδείχτηκε πανέξυπνος.
    You will be unwise if you leave such a job/if you sell the house.
    Θα είσαι χάζος αν αφήσεις τέτοια δουλειά/αν πουλήσεις το σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη foolish
     αντώνυμα: wise

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία