Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

unpainted < un- + painted

  Επίθετο επεξεργασία

unpainted (en) (χωρίς παραθετικά)

  • άβαφος
    The room was unpainted when I moved in there.
    Το δωμάτιο ήταν άβαφο όταν εγκαταστάθηκα εκεί.