unifolié
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | unifolié | unifoliés |
θηλυκό | unifoliée | unifoliées |
unifolié (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | unifolié | unifoliés |
θηλυκό | unifoliée | unifoliées |
unifolié (fr)