Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

undocumented (en)

  • μη τεκμηριωμένος
  • στερούμενος απαραίτητων επισημων εγγράφων (π.χ. παράνομοι μετανάστες)