Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

unary (en)

  1. (μαθηματικά) μοναδιαίος
    A unary predicate P(x) has only one free variable (Ένα μοναδιαίο κατηγόρημα P(x) έχει μόνο μία ελεύθερη μεταβλητή)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία