ulcero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ulcero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ulcero | ulceroj |
αιτιατική | ulceron | ulcerojn |
ulcero (eo)
- το έλκος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ulcero | ulceroj |
αιτιατική | ulceron | ulcerojn |
ulcero (eo)