twenty
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Αριθμητικό επεξεργασία
twenty (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
twenty | twenties |
twenty (en)
- (προφορικό) το εικοσάρικο, το χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίων
twenty (en)
ενικός | πληθυντικός |
twenty | twenties |
twenty (en)