tutmondeco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tutmondeco | tutmondecoj |
αιτιατική | tutmondecon | tutmondecojn |
tutmondeco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tutmondeco | tutmondecoj |
αιτιατική | tutmondecon | tutmondecojn |
tutmondeco (eo)