turisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turisto | turistoj |
αιτιατική | turiston | turistojn |
turisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turisto | turistoj |
αιτιατική | turiston | turistojn |
turisto (eo)