Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
turf turfs / turves

  Ουσιαστικό επεξεργασία

turf (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χλοοτάπητας, ο χορτοτάπητας
    the turf of the stadium’s playing field - ο χορτοτάπητας του αγωνιστικού χώρου του σταδίου
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η τύρφη
     συνώνυμα: peat
  3. (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) η περιοχή, το μέρος όπου ζει ή εργάζεται κάποιος, ειδικά όταν το θεωρεί δικό του
    the salesman’s turf - η περιοχή ενός πλασιέ

  Πηγές επεξεργασία



Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

turf (nl)



Δυτικά φριζικά (fy) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

turf (fy)