turbino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turbino | turbinoj |
αιτιατική | turbinon | turbinojn |
turbino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | turbino | turbinoj |
αιτιατική | turbinon | turbinojn |
turbino (eo)