tubero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tubero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tubero | tuberoj |
αιτιατική | tuberon | tuberojn |
tubero (eo)
- ο κόνδυλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tubero | tuberoj |
αιτιατική | tuberon | tuberojn |
tubero (eo)