tube
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tube | tubes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
tube (en)
- (μετρήσιμο) o σωλήνας
- (ηλεκτρονική) (ΗΠΑ) η λυχνία κενού
- → δείτε τον όρο vacuum tube
- ≈ συνώνυμα: (ΗΒ) valve
- (ΗΒ) (μέσο μεταφορών) το μετρό του Λονδίνου
Παράγωγα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tube | tubes |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
tube (fr) αρσενικό