Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

trejni < trejn- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα trejni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας trejnas trejnanta trejnata
αόριστος trejnis trejninta trejnita
μέλλοντας trejnos trejnonta trejnota
υποθετική trejnus - -
προστακτική trejnu - -

trejni (eo)

li pretas trejni lin - είναι έτοιμος να τον εξασκήσει