translator
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
translator | translators |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈtɹɑːnzleɪtə/ (ΗΒ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
translator (en)
- (επάγγελμα) ο μεταφραστής, η μεταφράστρια
- ↪ The translator was excellent.
- Η μεταφράστρια ήταν εξαιρετική.
- ↪ The translator was excellent.
- (λογισμικό, πληροφορική-μεταγλώττιση) μεταφραστής
- μεταφραστές ευρείας χρήσης: interpreters, compilers και decompilers, assemblers and disassemblers
Δείτε επίσης επεξεργασία
- translator στην αγγλική Βικιπαίδεια