Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tramite tramiti

tramite (it)

  1. μεσάζων, ενδιάμεσος

Συνώνυμα επεξεργασία


Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

tramite (es)

  1. μέσα