traitre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
traitre | traitres |
Ουσιαστικό επεξεργασία
traitre (fr) αρσενικό
- (ορθογραφία του 1990) προδότης
Άλλες γραφές επεξεργασία
- (παραδοσιακή ορθογραφία) traître
ενικός | πληθυντικός |
traitre | traitres |
traitre (fr) αρσενικό