Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
traitre traitres

  Ουσιαστικό επεξεργασία

traitre (fr) αρσενικό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • (παραδοσιακή ορθογραφία) traître