traitable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
traitable | traitables |
Επίθετο επεξεργασία
traitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί κανείς να συζητήσει μαζί τους, « να τα βρει », να βρει μια ικανοποιητική λύση σε ένα πρόβλημα
ενικός | πληθυντικός |
traitable | traitables |
traitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό