tradukaĵo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tradukaĵo | tradukaĵoj |
αιτιατική | tradukaĵon | tradukaĵojn |
tradukaĵo (eo)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- traduko, η πράξη της μετάφρασης