Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tractability (en)

  • υπακοή, η κατάσταση του να υπακούει κάποιος στις επιθυμίες ή εντολές των άλλων

Συγγενικά επεξεργασία