traŭmato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- traŭmato < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | traŭmato | traŭmatoj |
αιτιατική | traŭmaton | traŭmatojn |
traŭmato (eo)
- το τραύμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | traŭmato | traŭmatoj |
αιτιατική | traŭmaton | traŭmatojn |
traŭmato (eo)