trésor
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- trésor < λατινική thesaurus < αρχαία ελληνική θησαυρός
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
trésor | trésors |
trésor (fr) αρσενικό
- ο θησαυρός
ενικός | πληθυντικός |
trésor | trésors |
trésor (fr) αρσενικό