tréma
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tréma | trémas |
Ετυμολογία επεξεργασία
- tréma < points tremaz < αρχαία ελληνική τρῆμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
tréma (fr) αρσενικό
- τα διαλυτικά, σημείο στίξεως που δείχνει ότι το φωνήεν που προηγείται προφέρεται ξεχωριστά
- maïs et mosaïque s'écrivent avec un i tréma