toxic
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- toxic < (άμεσο δάνειο) γαλλική toxique < υστερολατινική toxicus < λατινική toxicum < αρχαία ελληνική τοξικόν (φάρμακον) < τοξικός < τόξον < πρωτοϊρανική *taxša < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tekʷ- (τρέχω, τρέπομαι σε φυγή)
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
toxic (en)