Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
touffe touffes

touffe (fr) θηλυκό

  1. η τούφα
  2. ο θύσανος
  3. ο μπούφος