totemo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- totemo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | totemo | totemoj |
αιτιατική | totemon | totemojn |
totemo (eo)
- το τοτέμ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | totemo | totemoj |
αιτιατική | totemon | totemojn |
totemo (eo)