torrent
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
torrent (en)
- ο χείμαρρος
- (πληροφορική) μικρό αρχείο με πληροφορίες για το κατέβασμα δεδομένων μέσω του πρωτοκόλλου BitTorrent ή τα δεδομένα που κατεβάζονται
Δείτε επίσης επεξεργασία
- (διαδικτυακή αργκό) leecher, leeching, seeder, seeding
- (διαδίκτυο) BitTorrent
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
torrent | torrents |
torrent (fr) αρσενικό
- ο χείμαρρος
- (πληροφορική) μικρό αρχείο με πληροφορίες για το κατέβασμα δεδομένων μέσω του πρωτοκόλλου BitTorrent ή τα δεδομένα που κατεβάζονται