Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

topologique < topologie

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
topologique topologiques

topologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία