topographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɔ.pɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
topographique | topographiques |
topographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
topographique | topographiques |
topographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό