tombant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- tombant < tomber
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tombant | tombants |
θηλυκό | tombante | tombantes |
tombant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tombant | tombants |
θηλυκό | tombante | tombantes |
tombant (fr)