toil
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
toil (en)
- What profit has a man from all his labour in which he toils under the sun? (Ecclesiastes)
- τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον; (Εκκλησιαστής)
Ουσιαστικό επεξεργασία
toil (en)