Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

today's < today + -'s

  Επίθετο επεξεργασία

today's (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. σημερινός, που έγινε σήμερα
    Do you have today’s newspaper?
    Έχεις σημερινή εφημερίδα;
  2. σημερινός, που αναφέρεται στην εποχή μας
    today’s young people - η σημερινή νεολαία