Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

tire-bonde < tirer + bonde

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
tire-bonde tire-bonde
και tire-bondes

tire-bonde (fr) αρσενικό