Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tinderbox (en) ενικός
tinderboxes (en) πληθυντικός

  1. πυροκούτι, πυρόκουτο, κουτί με προσάναμμα και εργαλεία πυρογένεσης